- κρίση
- I
(Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου. Βλ. λ. οικονομικός κύκλος.II(Φιλοσ.). Στη λογική, ο συνδυασμός δύο εννοιών, κατά τον οποίο η μία, το κατηγορούμενο (Κ), αποδίδεται ως χαρακτηριστικό στην άλλη, δηλαδή στο υποκείμενο (Υ). Η κ. αποτελεί την τυπική μορφή της διαλεκτικής ή διανοητικής σκέψης. Γι’ αυτό διακρίνεται από την πνευματική εποπτεία, κατά την οποία η νόηση συλλαμβάνει με ενιαίο τρόπο το περιεχόμενό της, χωρίς αναγωγή μιας έννοιας σε άλλη.Η ιστορία της θεωρίας της κ. ξεκινά από την πλατωνική θεωρία των ιδεών. Οι ιεραρχικές σχέσεις των ιδεών μεταξύ τους καθιστούν δυνατή την αναγωγή κάθε αισθητού ή μερικού σε μία γενικότερη ιδέα (π.χ. της μπάλας στη σφαιρικότητα ή, μάλλον, στην ιδεατή σφαίρα), δυνατότητα που επιτρέπει τον συνδυασμό των διαφόρων όρων μεταξύ τους, σε γλωσσικό-λογικό επίπεδο. Η συμμετοχή του μερικού στο γενικό (μέθεξη) αποτελεί τη μεταφυσική βάση της δυνατότητας του μερικού να διαθέτει μια υπόσταση ή ουσία κατ’ αναγωγή. Όμως, πλήρης θεωρία για την κ. αναπτύχθηκε από τον Αριστοτέλη και αποτέλεσε τη βάση της συλλογιστικής μεθόδου (βλ. λ. συλλογισμός), της γνωστής ως τυπικής λογικής. Συγκεκριμένα, η αριστοτελική διδασκαλία για την κ. βασίζεται αφενός στη θεωρία της ιεραρχίας των γενών και των ειδών, τα οποία αντιστοιχούν στο πλάτος και στο βάθος των εννοιών κατά σχέση αντίστροφης αναλογίας μεταξύ τους, αφετέρου στη δυϊκή αντίληψη για τη σύσταση του όντος, το οποίο αποτελείται από ένα σταθερό υποκείμενο (ουσία) και διάφορα κατηγορήματα ή συμβεβηκότα, που αποδίδονταν σε αυτό. Αν και η αριστοτελική αντίληψη της ουσίας ως αδιάσπαστης ενότητας δεν συμβιβάζεται απόλυτα με τη λογική μεθοδολογία του, η αναλυτική όψη των κ., όπου τα χωριστά νοητικά περιεχόμενα υποκειμένου και κατηγορουμένου συνδέονται με το εστί, επέτρεψε στον Αριστοτέλη να οικοδομήσει μία θεωρία της κ., και στη συνέχεια του συλλογισμού, θέτοντας κατά μέρος τις άμεσες γνωσιολογικές και μεταφυσικές συνέπειες.Κατά το ποσόν, οι κ. διακρίνονται σε καθολικές, μερικές και άπειρες· κατά το ποιόν σε καταφατικές και αρνητικές· κατ’ αναφορά, σε κατηγορικές, υποθετικές και διαζευκτικές. Ο πίνακας αυτός, με αναθεωρήσεις και αναμορφώσεις, ίσχυσε σε όλη την ιστορία της λογικής, έως τον Καντ, ο οποίος, βασιζόμενος σε αυτόν, επινόησε τον πίνακα των κατηγοριών. Όμως, η καντιανή θεωρία αντιμετώπισε το πρόβλημα σε γνωσιολογικό επίπεδο. Ο Καντ, προκειμένου να άρει την αντίθεση μεταξύ ορθολογισμού (που θεωρούσε τα κατηγορούμενα ως περιεχόμενα a priori στην έννοια του υποκειμένου) και εμπειρισμού (που υποστήριζε ότι τα κατηγορούμενα ανευρίσκονται και προσκολλώνται a posteriori στο υποκείμενο), εισηγήθηκε την έννοια της συνθετικής κ., η οποία οργανώνει το ποικίλο νέο της εμπειρίας στην ενότητα a priori κατηγοριών, ανεξάρτητων από την εμπειρία.Το απόλυτο κύρος της κ., όπως αυτή καθορίστηκε στα πλαίσια της τυπικής αριστοτελικής λογικής, κλονίστηκε σοβαρά από τον Χέγκελ και τους μεταγενέστερούς του διαλεκτικούς, οι οποίοι, αμφισβητώντας τη στατικότητα του εστί, εισηγήθηκαν το κριτήριο της σχετικότητας και του γίγνεσθαι, με τις διάφορες μορφές του. Παράλληλα, η νέα τυπική και μαθηματική λογική επιζητεί τη δημιουργία ενός οργανικού συστήματος συμβολικών τύπων, με καθαρή και τυπική συνάφεια των μερών του, ανεξάρτητα από την αναφορά του σε πραγματικά δεδομένα, δηλαδή κατά τρόπο ο οποίος προσεγγίζει το σύστημα των αλγεβρικών τύπων.* * *η (AM κρίσις)1. νοητική ενέργεια με την οποία διαμορφώνεται γνώμη ή απόφαση από την εκτίμηση πραγμάτων και καταστάσεων, καθώς και η ίδια η γνώμη ή η απόφαση (α. «κατά τη δική μου κρίση έπραξε σωστά» β. «ἤσθη τε ταῡτα ἀκούσας ὁ Καμβύσης καὶ ἐπαίνεε τὴν Κροίσου κρίσιν», Ηρόδ.)2. (λογ.) α) η ικανότητα τού ανθρώπου να διακρίνει τις σχέσεις μεταξύ δύο ή περισσότερων εννοιώνβ) θεμελιακή λογική μορφή διατυπωμένη σε πρόταση, με την οποία δηλώνεται ότι κάτι μπορεί ή δεν μπορεί να αποδοθεί σε κάτι άλλο3. διαφορά, φιλονικία («κρίσις γίνεται μεγάλη περὶ τοῡδε», Ηρόδ.)4. δίκη (α. «έφτασε η ημέρα τής κρίσεως» β. «εἰς κρίσιν ἄγων τὸν ἐπιβουλεύοντα», Πλάτ.)5. δικαστική απόφαση ή γνωμοδότηση (α. «η κρίση τού δικαστηρίου για την υπόθεση τού φόνου» β. «καὶ ἀφήκατε τὰ βαρύτερα τοῡ νόμου, τὴν κρίσιν καὶ τὸν ἔλεον», ΚΔ)6. κρίσιμο σημείο ή κρίσιμη φάση στην εξέλιξη μιας νόσου («κρίσις ξύντομος ἐπὶ τὸ κάκιον», Ιπποκρ.)7. διαδικασία εκλογής σε αξίωμα («η κρίση τών αξιωματικών θα γίνει αύριο»)φρ. «η ημέρα τής κρίσεως» — η Δευτέρα Παρουσίανεοελλ.1. η απότομη εκδήλωση νόσου ή ο παροξυσμός μιας χρόνιας πάθησης (α. «κρίση νεφρικού κωλικού» β. «κρίση επιληψίας»)2. έντονη εκδήλωση συναισθήματος, ψυχολογικής κατάστασης ή τρόπου σκέψης (α. «πολύ συχνά τόν πιάνει κρίση ζήλειας» β. «περνάει κρίση συνείδησης» γ. «θα τήν πιάσει νευρική κρίση»)3. στιγμή μεγάλης δυσχέρειας στη ζωή μιας ομάδας, στη διεξαγωγή μιας δραστηριότητας, στη λειτουργία ενός ιδρύματος ή συστήματος, κατάσταση ή περίοδος που σημαδεύεται από μεγάλης έκτασης και έντασης διαταραχή και αστάθεια (α. «πολιτική κρίση» β. «κρίση θεσμών» γ. «οικονομική κρίση» δ. «κρίση γάμου» ε. «κρίση αξιών»)4. φρ. α) γραμμ. «προτάσεις κρίσεως» — κατηγορία προτάσεων στις οποίες διατυπώνεται μια άποψη, σε αντιδιαστολή με τις προτάσεις επιθυμίαςβ) «γενική κρίση» — κρίση που θίγει το σύνολο τών δομών και τών θεσμών ενός κοινωνικού ή οικονομικού συστήματος με συνέπειες που θέτουν υπό αμφισβήτηση την ύπαρξή του και διανοίγουν την προοπτική τής αντικατάστασης ή αλλαγής τουγ) «κυβερνητική κρίση» — περίοδος που μεσολαβεί από την παραίτηση τής κυβέρνησης μέχρι τον σχηματισμό άλλης και κατά την οποία δεν υπάρχει κυβερνητικό σχήμα λόγω δυσχερειώνδ) «ενεργειακή κρίση» — σύνθετο οικονομικο-κοινωνικό φαινόμενο που εκδηλώνεται με την ανεπάρκεια τών κλασικών πηγών ενέργειας5. παροιμ. «χέρι που τό κόψει η κρίση δεν πονεί» — κάθε δίκαιη απόφαση είναι αποδεκτήνεοελλ.-μσν.1. ευθυκρισία, ορθοφροσύνη, σύνεση («αυτός ο άνθρωπος ενεργεί πάντα με κρίση»)2. βάσανο, τιμωρίαμσν.1. εκδίκηση, ικανοποίηση2. δικαιοσύνη3. φρ. α) «κρίσις φονική» — θανατική ποινήβ) «ποιῶ κρίσιν» — αποδίδω δικαιοσύνηγ) «πολεμῶ κρίσιν» — δίνω λύση σε ένα πρόβλημα ή σε μια διαμάχημσν.-αρχ.1. εκλογή2. καταδίκη3. εντολή4. αποτέλεσμα ή έκβαση μιας υπόθεσης («τὸ Μηδικόν... ταχεῑαν τὴν κρίσιν ἔσχεν», Θουκ.)αρχ.1. ερμηνεία ονείρων και οιωνών2. συναγωνισμός, δοκιμασία δεξιότητας ή δύναμης (α. «πρὸς τόξου κρίσιν», Σοφ.β. «κρίσιν ποιεῑν ὁπότερος εἴη τὴν τέχνην σοφώτερος», Αριστοφ.)3. το μέσο τής σπονδυλικής στήλης.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρίνω. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική με τη μορφή crisis και από αυτήν με τη σειρά της η διεθνής ορολογία, πρβλ. αγγλ. crisis].
Dictionary of Greek. 2013.